σπινός

σπινός
Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές και το φύλο: την άνοιξη τα αρσενικά έχουν το ανώτερο μέρος του κεφαλιού και τα πλευρά του λαιμού σταχτιά, μέτωπο μαύρο, ράχη καστανή, λαιμό και στήθος κοκκινωπά, ενώ η κοιλιά και το κάτω απ’ την ουρά τμήμα είναι ρόδινα και τα φτερά μαύρα με δυο άσπρες λουρίδες. Το θηλυκό έχει λιγότερο εντυπωσιακά χρώματα. Τρέφεται με καρπούς, έντομα και σπόρους. Το θηλυκό γεννά δύο φορές από 4 ως 6 αβγά που επωάζει επί 12 περίπου ημέρες. Ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και διαχειμάζει στη βόρεια Αφρική. Ο σπίνος είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα.
* * *
-ή, -όν, Α
ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθημα -νός τής λ. θυμίζει το συνώνυμο ἰσχνός, ενώ έχει προταθεί η σύνδεση της με τα σπίδιος, σπιδνός (βλ. λ. σπιδής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίνος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

  • σπίνος — ο είδος πουλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπίνω — σπίνος stone masc nom/voc/acc dual σπίνος stone masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινούς — σπινός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίνοι — σπίνος stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίνοις — σπίνος stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίνον — σπίνος stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίνου — σπίνος stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”